βουρλισιά

βουρλισιά
και βουρλισία, η [βουρλίζω]
1. έξαψη, μανία
2. ανοησία, άστοχη ενέργεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βουρλισιά — η η έξαψη, η παραφορά, η τρέλα: Τα παιδιά έβαλαν φωτιά στο σπίτι επάνω στη βουρλισιά του παιχνιδιού τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βούρλισμα — το η βουρλισιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”